- αγουρίτσης
- ἀγουρίτσης, ο (Μ)νέος, παληκάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < άγουρος + κατάλ. -ίτσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… … Dictionary of Greek